τεχνίτας

τεχνίτας
τεχνί̱τᾱς , τεχνίτης
artificer
masc acc pl
τεχνί̱τᾱς , τεχνίτης
artificer
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθοδίτης — μεθοδίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεθοδίτας τεχνίτας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθοδος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *μεθοδίζω] …   Dictionary of Greek

  • τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας …   Dictionary of Greek

  • φιλοτεχνώ — φιλοτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [φιλότεχνος] ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία 2. δημιουργώ ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”